Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

τὰ παρεστῶτα

  • 1 Present

    adj.
    P. and V. παρών, παρεστηκώς, παρεστώς.
    Of time, also:Ar. and P. ἐνεστώς.
    In a place: V. ἔντοπος.
    Be present: P. and V. παρεῖναι, Ar. and P. παραγίγνεσθαι.
    Happen to be present: P. παρατυγχάνειν.
    Stand near: P. and V. παρίστασθαι, Ar. and V. παραστατεῖν.
    At present: P. and V. νῦν, τὸ νῦν, P. ἐν τῷ παρόντι, τὸ νῦν εἶναι.
    For the present: P. and V. νῦν, τὸ νῦν, P. τὸ νῦν εἶναι (Plat., Lach. 201C).
    Present circumstances: P. and V. τὰ παρόντα, τὰ καθεστῶτα, τὰ παρεστῶτα.
    Under present circumstances: P. and V. ἐκ τῶν παρόντων.
    ——————
    subs.
    Gift: P. and V. δῶρον, τό, δόσις, ἡ, δωρεά, ἡ, Ar. and V. δώρημα, τό (also Xen. but rare P.).
    Make a present of, give up for no corresponding return: P. and V. προσπνειν (acc.); see fling away.
    Present time: P. and V. τὸ παρόν; see adj.
    ——————
    v. trans.
    Introduce: P. and V. προσγειν, Ar. and V. παργειν.
    Afford: P. and V. παρέχειν.
    Give: P. and V. διδόναι, νέμειν, παρέχειν; see Give.
    Present arms: P. προβάλλεσθαι τὰ ὅπλα (Xen.).
    Present oneself (at): P. and V. παρεῖναι εἰς (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Present

См. также в других словарях:

  • παρεστῶτα — παρίστημι cause to stand perf part act neut nom/voc/acc pl παρίστημι cause to stand perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεστῶτ' — παρεστῶτα , παρίστημι cause to stand perf part act neut nom/voc/acc pl παρεστῶτα , παρίστημι cause to stand perf part act masc acc sg παρεστῶτι , παρίστημι cause to stand perf part act masc/neut dat sg παρεστῶτε , παρίστημι cause to stand perf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Papyrus 121 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 121 …   Deutsch Wikipedia

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • υποφητεία — ἡ, ΜΑ [ὑποφήτης] το να είναι κανείς ὑποφήτης* («ἡ μὲν προφητεία πρὸ τοῡ γενέσθαι λέγει τὰ ὕστερον γενησόμενα, ἡ δὲ ὑποφητεία τὸ γινόμενον ἢ τὸ γενόμενον λέγει καὶ περὶ τούτου αὐτοῡ τὰ παρεστῶτα ἢ καὶ τὰ ὅσον οὕπω ἐπελευσάμενα», λεξ. Σούδα) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»